ἐκκαλῶ

ἐκκαλῶ
ἐκκαλέω
call out
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐκκαλέω
call out
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ἐκκαλέω
call out
fut ind act 1st sg (attic epic doric)
ἐκκαλέω
call out
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐκκαλέω
call out
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκκαλώ — ( έω) (AM ἐκκαλῶ) Ι. προσβάλλω δικαστική απόφαση με το ένδικο μέσο τής έφεσης αρχ. μσν. ἐκκαλούμαι παρακινῶ μσν. 1. ονομάζω 2. καλῶ, προσκαλῶ 3. μηνύω, καταγγέλλω αρχ. 1. φωνάζω κάποιον να βγει έξω 2. μέσ. διεγείρω 3. προκαλώ κάποιον να πράξει… …   Dictionary of Greek

  • εφίημι — (Α ἐφίημι και ιων. τύπος ἐπίημι) νεοελλ. (μόνο το μέσ.) εφίεμαι επιθυμώ θέλω, ποθώ, κατέχομαι από επιθυμία μσν. αρχ. μέσ. ἐφίεμαι αποβλέπω σε κάτι αρχ. 1. στέλνω σε κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω, παρορμώ σε κάτι 3. (για πράγματα και ειδ. για το… …   Dictionary of Greek

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

  • συνεκκλητικαί — αἱ, Μ κατηγορητήριες επιστολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκλητικός «προσβλητικός, χλευαστικός» (< ἐκκαλῶ «καταγγέλλω, μηνύω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”